κοτσάνα

κοτσάνα
η
(μτφ.), κουταμάρα, λάθος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοτσάνα — η 1. μεγάλο κοτσάνι 2. βλακώδης λόγος, ανοησία 3. μεγάλο, χοντρό ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτσάνι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, κοτρών α)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”